Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Δυό λόγια με τον παππού

Την θυμάμαι σαν τώρα, λες και ο χρόνος δεν κύλισε καθόλου. Ήταν μια μουντή συννεφιασμένη μέρα του Νοέμβρη και στο χωριό επικρατούσε μια σεβάσμια ανθρώπινη σιγή. Τα φύλλα απτις μουριές, κιτρινισμένα, σούρνονταν εδώ και εκεί με ταεράκι, στο παλιό πλακόστρωτο της πλατείας. Ενώ τα γύρω βουνά με τις δαντελωτές κορφές έδιναν μήνυμα αιωνιότητας στο ορεινό εκείνο μέρος. Ένοιωθα τις ψυχές των παλιών γερόντων να σέρνουν το κορμί τους γδέρνοντας το στήθος τους στα μυτερά αρχαία έλατα.
Η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα παρόλο που η εντολή ήταν ρητή ( λες και τοχα προφητέψει ο δόλιος ) : όχι στην εκκλησία! Στο σπίτι οι γριές μοιρολογούσανε (ενώ ξεχείλιζε η περισσή υποκρισία τους ) και η χαροκαμένη οικογένεια, με το κλάμα νάχει στερέψει δυο μέρες τώρα, τάχε χαμένα από την ξαφνική και απρόσμενη απώλεια του τόσο αγαπημένου μέλους της.
Από την πρώτη κιόλας μέρα συνάντησα τον παππού που τόσο είχα νοσταλγήσει. Τον είχαμε χάσει ακριβώς έντεκα χρόνια πρίν, τότε που ήμουν είκοσι χρονών παιδαρέλι, πρωτοετής τότε στο πολυτεχνείο. Σαν με είδε με πήρε απτο χέρι και με μια αλαφράδα που δεν είχα ξανανιώσει με πήγε ψηλά στων ελάτων την κορφή εκεί που κάποτε φιλούσε πρόβατα. Είμασταν θαρρείς πουλιά, ανθρώπινα πουλιά!
Η ηρεμία που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ταρακουνήθηκα δεν τον είχα έτσι ματαδεί. ¨Όταν πέθανε δεν ήταν έτσι. Τώρα ήταν πράος και μια νηφάλια πειθαρχεία ξεπηδούσε απτα μάτια του. Είχε όψη μεσήλικα και το παλιό ασπροκίτρινο από το τσιγάρο μουστάκι του ήταν αρκετά μαύρο τώρα. ¨Όμως η χαρακτηριστική του φυσιογνωμία δεν άφηνε χώρο για μπερδέματα, τον γνώρισα αμέσως.
- Τι τα θές, είπε, η ευτυχία είναι στην αιωνιότητα μακριά από την ανηφόρα της ζωής. Η ζωή δεν είναι παρά η στράτα που σε βγάζει στην αθανασία και ο θάνατος μια πόρτα φωτεινή. Τζάμπα φοβόμουν μη τυχόν πεθάνω. Με τα μυαλά που έχω τώρα θαρρώ πως η ζωή ήταν ένα πολύχρωμο κουραστικό παιχνίδι. Δε λέω ήταν εμπειρία δυνατή, ήταν μια προετοιμασία με τα καλά και τα κακά της. Έντεκα χρόνια τώρα σας έβλεπα όλους. Τον πατέρα σου , τη μάνα σου, ταδέρφια σου και τη γριά τη δόλια τη δικιά μου. Όλους σας έβλεπα. Σςςς άκου τη γριά μου! Άκου τη πως σε κλέει και τι μοιρολόγια σου πλεξε! Σε αυτά είναι πρώτη. Τέλος πάντων εγώ ένα έχω να σου πω : μη στεναχωριέσαι. Θα τους βλέπεις όλους, θα τους ακούς και θα έχεις και το προνόμιο να δείς τι σκέφτονται στανθρώπινο κεφάλι τους. Εδώ που είμαστε τώρα δεν υπάρχουν πλέον συγγενείς, δηλαδή εγώ δεν είμαι πλέον ο παππούς σου. Να τόχεις ξάστερο αυτό μέσα σου. Εμείς οι πεθαμένοι έχουμε τους δικούς μας νόμους , έτσι έπεσε σε μένα το καθήκον και η υποχρέωση να σε προϋπαντησω και να σου πω δυο λογια που πρέπει να κατέχεις.
Εγώ τα είχα χαμένα. Στο σπίτι κλέγανε, η καμπάνα χτυπούσε. Ήμουν πολύ φρέσκος στη καινούρια μου ζωή. Δυο μέρες όλες κι όλες. Είχε δίκιο ο παππούς για τη στενοχώρια, όμως ήταν αναπόφευκτη και με παρέσειρε σε μια μεγάλη λύπη. Ένα δάκρυ κύλησε από τα κατακόκκινα μάτια μου.
- Σκουπίσου μωρέ. Σε πήρανε τα ζουμιά ακόμα δεν ήρθες, είπε πεταχτά ο παππούς, μια φορά πεθαίνεις δεν είναι τίποτα. Έγινες αθάνατος και δε χαίρεσαι μωρέ? Δεν είσαι κανά παιδάκι, τριάντα χρονών άντρας είσαι με τα μουστάκια μέχρι ταυτιά. Εμείς είμαστε πιο ζωντανοί απτους ζωντανούς. Να ξέρεις κάτι όμως : μην έχεις πολλά παρεδώσε μαζί τους, δεν ωφελάει είναι σκέτη στενοχώρια. Δεν βγαίνει ετσι πέρα η αιωνιότητα. Κάτσε αγνάντευε κάτω το χωριό και απόλαυσε την θέα με την ησυχία σου. Που θα πάει θα γαληνέψεις και εσύ, συνήθεια είναι, συνήθεια.
- Παππού θαθελα ναξερα ποιος τα κανονίζει όλα τούτα, είπα σκουπίζοντας με την απαλάμη μου το μάγουλο, ποιος φτιάχνει τη ζωή και ποιος τη θανατώνει? Ανάθεμα την ώρα που με χτύπησε αυτό το καταραμένο ταυτοκίνητο! Με τι θα ασχολούμαι τώρα εδώ πάνω? Πώς θα περνά η ώρα μου?
- Τόσα χρόνια εδώ πάνω Κωσταντή μου μήτε θεό είδα μήτε διάβολο, τίποτα δεν υπάρχει, είπε ο παππούς στρίβωντας ως συνήθως το γυριστό μουστάκι του. Τώρα μπορείς να είσαι παντού και να τηράς τα πάντα. Όσο για το τι θα κάμεις εδώ που ήρθες, μη φουντώνεις, εδώ όλες οι μέρες είναι σκόλες.
- Μα τι θαπογίνω? φώναξα απελπισμένος καλύπτωντας με τρεμάμενα χέρια το πρόσωπό μου.
- Σώπα , σώπα τώρα! Είπε ο παππούς κάνοντάς μου νόημα να ηρεμήσω κουνώντας χαρακτηριστικά το χέρι του. Το συγκινημένο και σοβαρό πρόσωπό του είχε πάνω του μια μειλίχια ιερότητα, έναν διάχυτο σεβασμό για την στιγμή, γι αυτό που έβλεπε, γι αυτό που βλέπαμε οι δυο μας κάτω στο πένθιμο χωριό.
- Σε σηκώνουν οι φίλοι σου στην πλάτη! Για κοίτα πώς σε κλαίνε οι δικοί σου από πίσω! Σε πάνε κατά την εκκλησιά στην παλιά πλατεία!
- Μα δεν θέλω, φώναξα, δεν θέλω! Ούτε τα ευχολόγια του παπά θέλω ούτε δυο μέτρα κάτω απτη γη να με φάνε τα σκουλίκια! Το είχα πει! Να με κάψουνε και να με σκορπίσουνε στο ποτάμι!
- Υπάρχουν και νόμοι Κωσταντή μου στους ζωντανούς, υπάρχουν και νόμοι! Πήγες κι έγινες άθεος, άθρησκος και όλα τα άλλα που δεν πολυκαταλαβαίνουν οι πιο πολλοί. Στο είπα και πρίν μήτε θεός υπάρχει μήτε διάβολος, μα σαν είσαι στη ζωή χρειάζεσαι και ένα δεκανίκι, μια παρηγόρια πέρα και πάνω απτον άνθρωπο. Έτσι να νομίζεις ότι κάποιος σε προσέχει. Ο άνθρωπος όσο άθεος και αν είναι σαν βρεθεί σε κίνδυνο σταυροκοπιέται κάτω απτην κάπα του! Σώπαινε όμως τώρα, η μπάντα άρχισε την πένθιμη καταραμένη μουσική της. Άκου πως παίζουν οι άτιμοι!

Πράγματι. Μπροστά ο παπάς με τα περαχείλια, πίσω εγώ στις πλάτες των φίλων μου, παραπίσω η φαμίλια μου ντυμένη στα μαύρα ενώ ακόμη πιο πίσω το υπόλοιπο χωριό. Κηδεία έχουνε βλέπεις και σηκωθήκανε όλοι στο πόδι. Κανένας δεν λείπει! Μια φορά στο τόσο συμβαίνει αυτό το θέαμα, δεν συμβαίνει συνέχεια. Σάμπως εγώ δεν έκανα χάζι τις κηδείες?

Όσοι αιώνες κι αν περάσουν δεν τη ξεχνώ τούτη τη μέρα, τούτη τη στιγμή! Αυτή η μουντή φθινοπωρινή μέρα είχε μέσα της και το τέλος και την αρχή συνάμα! Όντως, είναι δυνατόν να ξεχάσεις την κηδεία σου, τη μέρα που έχασες την ανθρώπινη υπόστασή σου?
Όλοι αυτοί κει κάτω μουρμουρίζουν: «πέθανε, συγχωρεμένος ναναι, ρε τον καημένο, ήταν άτυχος, καλό παιδί, τον χάσαμε, να ζήσουμε να τον θυμόμαστε, αυτό ήτανε πάει πέθανε, δεν υπάρχει, χάθηκε!>>.
Κι εγώ, θυμάμαι, χωμένος στην αγκαλιά του παππού, νοιώθωντας ακόμη άνθρωπος, θυμωμένος που κάποιος, κάποιοι μου αφαιρέσανε αυτή μου την ιδιότητα, θυμωμένος ακόμη και με αυτή τη νομοτέλεια της φύσης, έκλαιγα και φώναζα πως Υπάρχω, είμαι Εδώ, σας Βλέπω, άδικα κλαίτε! Τίποτα όμως τις φωνές μου τις άκουγαν μόνο οι πεθαμένοι. Καμια απόκριση. Έτσι είναι όμως << οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους >>!
- Μην οδείρεσαι, είπε ο παππούς, αυτό είναι το παράπονο κάθε πεθαμένου και είναι αλήθεια κανείς νεκρός δεν άλλαξε κουβέντα με άνθρωπο ζωντανό. Σαν βραδιάσει όμως μπορείς να περάσεις από το παραθύρι εκείνο του σπιτιού που μπαίνουν τα όνειρα μαθές και να δώσεις το μήνυμά σου στον αγαπημένο άνθρωπό σου, να μπεις στο όνειρό του μέσα στον γλυκό του ύπνο!
Αυτά τα λόγια με αλάφρωσαν και καθησύχασε η ψυχή μου. Γύρισα να ευχαριστήσω και να αγκαλιάσω τον παππού.
Μάταια όμως, σαν αερικό θαρρείς χάθηκε από πλάϊ μου! Έγινε ένα με το ορεινό βουνίσιο αγέρι!
Αυτό ήταν το τέλεψε το χρέος του. Έκτοτε δεν τον ξανάδα!
Θαρρώ όμως και τώρα ύστερα από τόσα πολλά χρόνια πως γυρνάει κάπου εκεί! Νιώθω πως είναι τριγύρω μου! Νοιώθω πως δεν έπαψε να με βλέπει!

ΤΕΛΟΣ


Φθινόπωρο 2007,ulysses.

3 σχόλια:

  1. Τι όμορφα που γράφεις βρε Οδυσσέα... σαν να είμασταν και εμείς εκεί που μας τα διηγείσαι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ποτε δεν θα παψει να σε βλέπει και να ειναι διπλα σου σε καθε δυσκολια που θα αντιμετωπιζεις....

    γραφεις πολυ ωραια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ομορφα και καθησυχαστικά Οδυσσέα. Κάπως έτσι φαντάζομαι και γω τον πατέρα μου που τον έχασα σχεδόν ένα χρόνο τώρα και που στιγμή δεν βγαίνει απ τη σκέψη.
    Σευχαριστώ
    Οι νεκροί ζουνε μέσα στις σκέψεις των ανθρώπων και μέσα από τα έργα τους. ολοι μας κάτι πρέπει να αφήσουμε πίσω μας για να μην περάσουμε στην αιώνια λήθη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή